Καθώς πορευόμαστε στη ζωή, συμβαίνουν διάφορα γεγονότα. Άλλοτε ευχάριστα και άλλοτε δυσάρεστα. Συμβαίνουν πράγματα στις ζωές μας, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε πάντα το γιατί. Και παρόλα αυτά, συνεχίζουμε το ταξίδι μας, προσπαθώντας πάντα για το καλύτερο, αγαπώντας περισσότερο τη ζωή!
Θυμάμαι παλαιότερα, δεν μπορούσα να καταλάβω τον θάνατο, ούτε να τον πιστέψω, μέχρι που έχασα ένα από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους. Τον πολύ αγαπημένο μου πατέρα, που όσα χρόνια κι αν περάσουν ποτέ δεν θα συνηθίσω στην απουσία του. Η θέση του πάντα άδεια στη ζωή μου. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει το δικό του κενό.
Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μας που ενώ τους αγαπήσαμε πολύ, κάποια στιγμή λησμονιούνται. Αν για κάποιο λόγο φύγουν απ’ το δρόμο μας, μπορούμε και συνεχίζουμε τη ζωή μας και χωρίς αυτούς, δίχως να αισθανόμαστε κενό με την απουσία τους, καθώς ο χρόνος περνά. Ίσως λίγο στην αρχή. Μετά όμως σβήνουν τα πρόσωπα τους σιγά-σιγά, αφήνοντας αμυδρά στη θύμηση μας, τις παλιές καλές αναμνήσεις που κάποτε μοιραστήκαμε μαζί τους.
Είναι πολύ λίγοι οι άνθρωποι στη ζωή μας, που η απουσία τους γίνεται βαριά απώλεια για μας, πολλές φορές αβάσταχτη. Αυτές οι βαθιές σχέσεις, ενωμένες σαν τραχιά αλυσίδα που δεν σπάει με τίποτα. Οι σχέσεις αυτές που βασίζονται στο μοίρασμα καρδιάς, χωρίς κανένα συμφέρον, χωρίς κανένα κέρδος. Σαν αυτή της μητέρας, του πατέρα, των παιδιών, του συντρόφου, του αδελφού, της αδελφής, της αδελφής ψυχής. Οικογένεια είναι αυτοί που αγαπάς με ανιδιοτέλεια. Είτε αυτή είναι εξ αίματος, είτε είναι κατά επιλογή. Δεν είναι για όλους μας ίδιο, το μονοπάτι της ζωής.
Οι υπόλοιποι άνθρωποι που θα συναντήσουμε κατά την διάρκεια της ζωής μας, θα έρχονται και θα φεύγουν, σαν τα χελιδόνια, σαν τις εποχές. Ένα γνωμικό λέει πως, υπάρχουν τρία είδη ανθρώπινων σχέσεων. Οι σχέσεις που έρχονται στη ζωή μας, για ένα συγκεκριμένο λόγο και σκοπό. Οι σχέσεις που διαρκούν όσο και μια εποχή και οι σχέσεις που κρατάνε μια ολόκληρη ζωή.
Πόσος καιρός πέρασε από τότε που έφυγες…
Έχει όμως καμιά σημασία ο χρόνος στην αγάπη…
Στο τραγούδι του Σόλομον λέει ένα αγαπημένο στοιχάκι… “Η Αγάπη είναι δυνατή όσο και ο θάνατος…”
Για την καρδιά, ο χρόνος μετριέται ανάποδα. Όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο μας λείπεις. Σε εμάς, που ήμασταν ένα μαζί σου. Σε χαρές και σε λύπες, στην φτώχεια της ύλης, στον πλούτο του γέλιου και της χαράς. Της αληθινής αγαλλίασης. Για μας κόπηκε η αλυσίδα μας και στη θέση του δικού σου κρίκου, τώρα ένα κενό που μπάζει μέσα νερά και καταιγίδες εύκολα. Η αλυσίδα όμως γερή και σφιχτά κρατάμε ο ένας του άλλου τον κρίκο, όπως εσύ μας έμαθες καλά όλα μας τα χρόνια και καμιά καταιγίδα δεν διαρκεί καιρό.
Εσύ ολοκλήρωνες και έκλεινες το κύκλο μας, ο συνδετικός μας κρίκος. Το γεφύρι μας!
Αισθάνομαι πολλές φορές, πως αιωρείται μια υπόσχεση πάνω απ’ τα κεφάλια μας… μια υπόσχεση που δεν δώσαμε ποτέ, μα που υπάρχει νοερά, όπως εσύ υπάρχεις νοερά, ανάμεσα μας. Μια υπόσχεση, δοσμένη σε εσένα, που μας έμαθες την χαρά της ζωής. Να αγαπάμε ο ένας τον άλλο περισσότερο στην πτώση μας. Να είμαστε δεμένοι και να στηρίζουμε με αφοσίωση την οικογένεια μας, αυτήν που εσύ δημιούργησες με τόση αγάπη. Να συμπονάμε και να βοηθάμε τους ανήμπορους και τους δυστυχισμένους … όσο το μπορούμε.
Μας έμαθες να αγαπάμε τη ζωή από μικρά παιδιά. Μεθούσαμε στον ερχομό κάθε Άνοιξης και τα Καλοκαίρια δεν βγαίναμε απ’ την αλμύρα της θάλασσας. Δεν έχει τελειωμό η χαρά που μας δίδαξες. Και αυτό δεν σταματάει ποτέ, γιατί το φύτεψες καλά μες τις καρδιές μας.
Μοιράστηκες τη χαρά της ψυχής σου και με φίλους καλούς. Φίλους, που από τότε που έφυγες, στέκονται σαν δέντρα ψηλά, δίπλα στην αγαπημένη σου. Σαν σκιά ξαποσταίνουν την ψυχή της, σε ένα μακρύ Καλοκαίρι, που καίει την καρδιά. Σαν ζεστή φωλιά, την ζεσταίνουν στο τσουχτερό κρύο της μοναξιάς. Έτσι όπως τους το ζήτησες πριν φύγεις.
Σε φυλάει καλά, αγαπημένη μας μητέρα, σε φυλάει με τρόπους που εξασφάλισε πριν φύγει.
Εκείνος σου μιλά μέσα στη σιωπή, πως δεν είσαι ποτέ μόνη. Μήνυμα σου στέλνει με χίλιους τρόπους, πως έφυγε μονάχα απ’ το οπτικό σου πεδίο. Πως κάθε μέρα γίνεται αέρας, πουλί, ακτίδα, βροχή και βρίσκεται κοντά σου, σε ατελείωτα πελάγη χαράς και ευτυχίας. Ελεύθερος πια, μόνο ψυχή, ανάλαφρος σαν πουλί, σαν αέρας. Λυτρωμένος πια από ένα σώμα που ασθενούσε. Η ψυχή δεν σταματά ποτέ το ταξίδι. Η σάρκα όμως ναι, προσωρινή και προπάντων φθαρτή.
Ξέρω πως είσαι ζωντανός με ένα άλλο τρόπο, άγνωστο σε εμάς ακόμη. Το νιώθω μέσα στην ψυχή μου. Περπατάμε πλάι-πλάι σε δύο παράλληλους κόσμους ποια, που δεν αγγίζονται. Καμιά επαφή. Η μόνη πιθανή πλευρά συνάντησης μας, στα όνειρα το βράδυ. Τίποτα δεν είναι σίγουρο μα η ελπίδα ζωντανή. Ελπίδα πως ίσως τα όνειρα, δεν είναι αυταπάτη. Δεν γνωρίζουμε τίποτα σχεδόν για το ταξίδι της ψυχής, μετά τον σωματικό θάνατο. Ίσως για να ισορροπούμε στο δικό μας γήινο κόσμο, ίσως για να υπάρχει τάξη και αρμονία…
Σε νιώθω όμως κοντά μου, γύρω μου και σου μιλώ συχνά. Πιο πολύ τώρα που ζω μακριά…
Γεφύρωσες μέσα στη ψυχή μου τη ζωή και τον θάνατο. Από τότε που έφυγες, σκέφτομαι τα πάντα αλλιώς. Άλλαξε το βλέμμα, η σκέψη και ο κτύπος της καρδιάς μου. Μια βαθιά και όμορφη γνώση, μπήκε τώρα μέσα στη ψυχή μου. Δεν με φοβίζει πια ο θάνατος. Αντιθέτως.
Θέλω να κλείσω την σημερινή μου ανάρτηση αφιερωμένη σε εσένα αλησμόνητε και αγαπημένε μας, με ένα από τα ωραιότερα μυνήματα για τον θάνατο, του Χαλίλ Γκιμπράν στο αριστούργημά του Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ.
«ΚΑΙ τότε η Αλμήτρα μίλησε ξανά, και είπε, Και τώρα θα σε ρωτήσουμε για το Θάνατο.
Κι εκείνος είπε:
Θέλετε να μάθετε το μυστικό του θανάτου.
Αλλά πως θα το βρείτε αν δεν το γυρέψετε μέσα στην καρδιά της ζωής;
Η κουκουβάγια που τα νυχτόθωρα μάτια της είναι τυφλά στο φως της μέρας, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψει το μυστήριο του φωτός.
Αν θέλετε πραγματικά ν’ αντικρύσετε την ψυχή του θανάτου, ανοίξτε την καρδιά σας ολάκερη στο σώμα της ζωής.
Γιατί η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, καθώς ο ποταμός κι η θάλασσα είναι ένα.
Στο βάθος των ελπίδων και των πόθων σας υπάρχει η σιωπηλή σας γνώση για το υπερπέραν.
Και σαν τους σπόρους που ονειρεύονται κάτω από το χιόνι, η καρδιά σας ονειρεύεται την άνοιξη. Να εμπιστεύεστε τα όνειρα, γιατί σ’ αυτά είναι κρυμμένη η πύλη προς την αιωνιότητα.
Ο φόβος σας για το θάνατο είναι σαν το τρεμούλιασμα του βοσκού όταν στέκεται μπροστά στο βασιλιά που το χέρι του θα τον ακουμπήσει για να τον τιμήσει.
Μήπως δε χαίρεται ο βοσκός κάτω από το τρεμούλιασμά του, που θα φορέσει το μετάλλιο του βασιλιά;
Κι ωστόσο, δεν είναι η ταραχή εκείνο που τον νοιάζει πιο πολύ;
Γιατί, τι άλλο είναι ο θάνατος εκτός από το να σταθείς γυμνός μέσα στον άνεμο και να λιώσεις μέσα στον ήλιο;
Και τι σημαίνει να πάψεις ν’ αναπνέεις εκτός από το να ελευθερώσεις την ανάσα από τα ασταμάτητα κύματά της, για να μπορέσει να υψωθεί και ν’ απλωθεί και να γυρέψει το Θεό ελαφριά κι ανεμπόδιστη;
Μονάχα όταν πιείτε από το ποτάμι της σιωπής, θα μπορέσετε πραγματικά να τραγουδήσετε.
Και μόνο όταν φτάσετε στη βουνοκορφή, θ’ αρχίσετε να σκαρφαλώνετε.
Και όταν η γη γυρέψει τα μέλη σας, τότε μόνο θα χορέψετε πραγματικά.»
…Περπατάμε πλάι-πλάι σε δύο παράλληλους κόσμους ποια, που δεν αγγίζονται…
Κούλα Ροδοσθένους Ζέιτζακ
Domenica